- φωλεύοντα
- φωλεύωlurk in a holepres part act neut nom/voc/acc plφωλεύωlurk in a holepres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωλεύω — ΝΑ [φωλεός / φωλεά] 1. (για διάφορα ζώα) μένω ή κρύβομαι μέσα στη φωλιά μου, φωλιάζω 2. (κυρίως για άγρια ζώα) διέρχομαι τη χειμέρια νάρκη αρχ. 1. κρύβομαι κάπου («ἑρπετὰ... φωλεύοντα ἐν μυχῷ τῆς ψάμμου», Λουκιαν.) 2. μτφ. (για συναίσθημα ή για… … Dictionary of Greek